κερατοειδής — like horn masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερατοειδής — ές (ΑΜ κερατοειδής, ές) 1. αυτός που έχει σχήμα κέρατος, αυτός που μοιάζει με το κέρατο ως προς το σχήμα («α. κερατοειδεῑς γωνίαι» β. «το κερατοειδὲς τῆς σελήνης») 2. φρ. ανατ. «κερατοειδής χιτώνας» ή «κερατοειδής υμένας» ο εμπρόσθιος εξώτατος… … Dictionary of Greek
κερατοειδῆ — κερατοειδής like horn neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κερατοειδής like horn masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κερατοειδής like horn masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερατοειδεῖ — κερατοειδής like horn masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) κερατοειδής like horn masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερατοειδεῖς — κερατοειδής like horn masc/fem acc pl κερατοειδής like horn masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερατοειδές — κερατοειδής like horn masc/fem voc sg κερατοειδής like horn neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερατοειδοῦς — κερατοειδής like horn masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερατοειδῶς — κερατοειδής like horn adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… … Dictionary of Greek
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek